- κυανωπός
- κῠᾰν-ωπός, όν,A dark of aspect,
σέλας Trag.Adesp.541.3
, cf. Androm. ap. Gal.14.41;σύσις AP4.3b
.36 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέλας Trag.Adesp.541.3
, cf. Androm. ap. Gal.14.41;σύσις AP4.3b
.36 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανωπός — ή, ό (Α κυανωπός, όν) νεοελλ. αυτός που το χρώμα του αποκλίνει προς το κυανό αρχ. αυτός που φαίνεται μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ωπός*] … Dictionary of Greek
κυανωπόν — κυανωπός dark of aspect masc/fem acc sg κυανωπός dark of aspect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
τσίπουρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek